ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
Μεγαλώνοντας ακούς τις αναμνήσεις των παλιότερων και τις συνδέεις μ’ αυτά που ζεις καθημερινά, αυτά που βλέπεις να αλλάζουν, μ’ αυτά που θυμάσαι εσύ….. Εν αρχή είναι η Μεγάλη Πόρτα (Πύλη Guora) και κοιτάζοντας από την αρχή της Εθνικής Αντιστάσεως (πρώην Κωνσταντινουπόλεως/Ρώσων) δεξιά βλέπω το ζαχαροπλαστείο του Κανακάκη με τους καταπληκτικούς λουκουμάδες που θυμάμαι ότι εκεί ήταν το καφενείο του Δαρατσάνου. Περπατάω δύο βήματα και βλέπω δεξιά μου ένα μαγαζί με διάφορα εμπορεύματα κρεμασμένα στον τοίχο και ξέρω ότι εκεί ήταν το καφενείο ‘’ΕΘΝΙΚΟΝ’’ του Νίκου Λαμπρινουδάκη και απέναντι του ακριβώς στο υπόγειο που τώρα λειτουργεί σαν αποθήκη ήταν το καφενείο ‘’ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ’’ (όνομα και πράμα) του Μιχάλη Χριστουλάκη. Από πάνω του δε ακριβώς ήταν το μαγειρείο του Καλλιτσουνά και μύριζε όλο το στενό από τις μυρωδιές.Προχωρώ………τόσες πολλές αναμνήσεις μαζεμένες. Τα βήματα μου με στρίβουν αριστερά και μπαίνω στη Τζανέ Μπουνιαλή. Βλέπω δεξιά μου ενώ έχω προχωρήσει μέχρι την οδό Μελχισεδέκ στη γωνία ένα καφενείο και θυμάμαι στο νούμερο 37 ήταν το άλλο μαγειρείο του Μπαγκάκη. Στρίβω στην οδό Μελχισεδέκ και στο νούμερο 2 βλέπω με τα μάτια της μνήμης μου το ‘’Χάνι της Γραβιάς’’ που ήταν πανδοχείο και μάλιστα είχε φιλοτεχνήσει την επιγραφή του ο διάσημος ζωγράφος της εποχής Γαληνός.
Γυρνάω πίσω στην Εθνικής Αντιστάσεως και συνεχίζω…… Βουτάω ακόμα περισσότερο στις αναμνήσεις.
Προχωρώντας βλέπω δεξιά μου το σύγχρονο κατάστημα ‘’ΓΕΡΜΑΝΟΣ’’ και θυμάμαι στο ίδιο σημείο το πανδοχείο των Εμπόρων. Λίγο πιο κάτω αριστερά εκεί που είναι ένα από τα παλιά μαγαζιά του Ρεθύμνου η ‘’ΜΟΚΑ’’ με ξηρούς καρπούς, καφέ, κλπ ,μυρίζω το ψωμί από το φούρνο του Τζέλισι και άθελά μου στρίβω αριστερά στο δρόμο με τη μεγάλη παράδοση και ιστορία, την οδό Αγίας Βαρβάρας. Δεξιά μου βλέπω ένα χρυσοχοείο και θυμάμαι τις θεσπέσιες μυρωδιές από το μαγειρείο του Γρύλλου. Περπατάω αργά θαυμάζοντας τον ναό και ξαφνικά βρίσκομαι στο σταυροδρόμι Αγίας Βαρβάρας και Τσαγρή και βλέπω το φούρνο του Ευάγγελου Μαμαγκάκη, που έφτιαχνε υπέροχα ψητά (εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν φούρνοι στα σπίτια) που και τώρα είναι φούρνος αλλά την ιδιοκτησία την έχει ο κ. Αλεξανδράκης.
Μπαίνω στην πλατεία της Μητροπόλεως (πλατεία Καραολή Δημητρίου) και πηγαίνοντας όλο ευθεία στρίβω αριστερά για να βγω στην Αρκαδίου (πρώην Τσάρου-προς τιμή των Ρώσων που έζησαν κάποια στιγμή στο Ρέθυμνο και προσέφεραν πολλά) και στη γωνία απέναντι βλέπω τα υποδήματα ‘’ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗΣ’’. Εκεί ήταν το πανδοχείο ‘’ΑΧΙΛΛΕΙΟ’’ και δίπλα το καφενείο του ‘’ΨΥΧΑΡΑΚΗ’’. Σε αυτό το καφενείο μάλιστα συναντιόνταν τα μέλη της πνευματικής εστίας που δεν είχε στέγη και έστησαν και την πρώτη τους βιβλιοθήκη. Περπατάω λοιπόν προς τα αριστερά και μετά από λίγα μέτρα δεξιά βλέπω τα παιδικά παπούτσια ‘’CROCODILINO’’ και θυμάμαι τον τεράστιο φούρνο του Ροδινού που έφτανε μέχρι την παραλία. Στην ίδια ευθεία συναντάω το ‘’BENETTON’’ και βλέπω με τα μάτια της φαντασίας το ονομαστό καφενείο (επίσης και μαγαζί με μπιλιάρδα) ‘’ΙΔΗ’’. Σε λίγο φτάνω στη LOGGIA και απέναντι στην είσοδο της Νεάρχου βλέπω ένα κουρείο και θυμάμαι το πολυσύχναστο καφενείο του Μαντουβίνι.
Μπαίνω αριστερά στη Μελισσινού και χαζεύοντας φτάνω μέχρι το ξενοδοχείο ‘’FORTEZZA’’ και σκέφτομαι ότι εκεί παλιά έγινε το θαύμα της ηλεκτροφώτισης της πόλης από κάποιους πρωτοποριακούς Ρεθεμνιώτες.
Προχωρώ……..στο δεύτερο στενό αριστερά μετά το ξενοδοχείο στρίβω και μπαίνω στη Νικηφόρου Φωκά (Μακρύ Στενό όπως συνηθίζουμε να λέμε αυτό το δρόμο) και φτάνω στη μικρή πλατεία που είναι η Μικρή Παναγία και θυμάμαι το πρώτο γυμναστήριο της πόλης του αείμνηστου Δημήτρη Φρυγανάκη. Λίγο πιο πάνω ανεβαίνοντας το Μακρύ Στενό είναι το ‘’ΜΑΚΑΜ’’ (Μουσικοί Δρόμοι) και θυμάμαι το φούρνο του Φραντζεσκάκη που μάλιστα στο πίσω μέρος είχε και έχει χαμάμ. Στρίβοντας αριστερά μπαίνω στο δρόμο του Ωδείου και προχωρώντας μετά το μικρό άνοιγμα του δρόμου από δεξιά μου έρχεται η μυρωδιά γάλακτος και θυμάμαι τα γαλατάδικα που υπήρχαν εκεί. Γυρίζω προς τα πίσω στο Μακρύ Στενό και πιο πάνω αριστερά στη γωνία Παπαμιχελάκη και Νικηφόρου Φωκά βλέπω ένα Μίνι-Μάρκετ και θυμάμαι τον παραδοσιακό φούρνο του Γαβαλά. Μπαίνω στη Παπαμιχελάκη και ξαναγυρίζω στην Εθνικής Αντιστάσεως και κατεβαίνοντας δεξιά δίπλα από τα παιχνίδια του Σταυριδάκη, στην τωρινή μπουτίκ ‘’ΕΙΡΗΝΗ’’ με κατακλύζουν ξανά οι μυρωδιές από το μαγειρείο του Σιμιτζή. Επιτέλους φτάνω στη πλατεία Τίτου Πετυχάκη (Πλάτανος) και στην τωρινή ταβέρνα του ‘’ΟΘΩΝΑ’’ θυμάμαι το κρασοπουλιό του Δαμανού που ήταν το στέκι των βαρελοφρόνων.
Προχωρώ πλέον με πιο αργά βήματα και στρίβω δεξιά στη Παλαιολόγου. Ένας καταπληκτικός συνδυασμός αρωμάτων, αλεσμένου καφέ και καβουρντισμένων ξηρών καρπών, μου διαπερνάει τη μύτη και θυμάμαι τους ξηρούς καρπούς του Σιμιτζή στο τωρινό κατάστημα ¨ECCESSO”. Κουράστηκα………..θέλω να ξεκουραστώ. Μεγάλωσα…… πολλά άλλαξαν. Μια πόλη μικρή είμαι. Οι αναμνήσεις και αυτή η βόλτα με εξουθένωσαν. Τα χρόνια που έχουν περάσει από πάνω μου έχουν αφήσει έντονα τα σημάδιά τους. Πέρασαν κατακτητές που με άλλαξαν , που με κατέστρεψαν, που με αλλοίωσαν…. Μού άφησαν άραγε μια γωνιά να στέκομαι περήφανη και να θυμάμαι; Κοιτάζω γύρω για να βρω ένα μέρος να σταθώ και να ξαποστάσω και που καλύτερα από τα βρυσάκια; Πηγαίνω προς τα εκεί και ακούγοντας τον κελαρυστό ήχο του τρεχούμενου νερού νιώθω μια ζωντάνια να με κατακλύζει και όλη την κούρασή μου να φεύγει……… < Πίσω