Το μυστικό της Ελπίδας
«Άρχισε να βραδιάζει. Πριν λίγο γύρισα από το φροντιστήριο των Αγγλικών και πρέπει να διαβάσω, γιατί αύριο θα γράψουμε τεστ στη φυσική. Η μαμά μου πάλι θα φωνάζει, αν δεν κάτσω αμέσως να διαβάσω. Το ξέρω ότι έχει δίκιο και ότι πάντα θέλει το καλό μου, αλλά και εγώ είμαι παιδί, αν δεν παίξω τώρα πότε θα παίξω; Πρέπει να διαβάσω, πρέπει να πάω στο φροντιστήριο, πρέπει να πάω στο κολυμβητήριο, στο χορό, στη μουσική. Στο κεφάλι μου συνεχώς στριφογυρίζει ένα «πρέπει». Τα «θέλω μου» που πήγαν; Θέλω να νιώθω ανεμελιά, ξεγνοιασιά, τη χαρά της παρέας, του παιχνιδιού, το γέλιο. Πού έχουν πάει όλα αυτά; Δεν υπάρχει πια λίγος χώρος και για όλα αυτά που μου αρέσουν να κάνω; Νιώθω σαν να έχω εγκλωβιστεί μέσα σε ένα τυφώνα από πρέπει και δεν ξέρω αν θα καταφέρω αν βγω αλώβητη από αυτόν». Η Ελπίδα είναι 11 χρονών και πηγαίνει στην Πέμπτη δημοτικού. Ζει όλα όσα ζουν τα παιδιά της ηλικίας της. Την σκληρή πραγματικότητα που ζουν όλα τα παιδιά τη σημερινή δύσκολη και απαιτητική εποχή. Παλεύει μέσα της για να καταφέρει να εξισορροπήσει τα πρέπει που της επιβάλλονται από τον κοινωνικό της περίγυρο με αυτά που θέλει πραγματικά η ίδια να κάνει. Δεν τα καταφέρνει όμως και το αποτέλεσμα είναι η επαναλαμβανόμενη σύγκρουση με τους γονείς της. Έχει συζητήσει μαζί τους ώρες ατελείωτες και καταλαβαίνει το λόγο που οδηγούνται σε αυτήν τη σύγκρουση.Οι γονείς της, την εποχή, στην οποία μεγάλωσαν δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες και τα ίδια ερεθίσματα και για το λόγο αυτόν προσπαθούν να της δώσουν όλα όσα εκείνοι στερήθηκαν. Το εκτιμά αυτό και το σέβεται. Σέβεται όμως και αυτά που η ίδια θέλει να κάνει.Θέλει να νιώθει ξεγνοιασιά. Αναπολεί τις στιγμές εκείνες που περνούσε ανέμελα με τη γιαγιά της στο χωριό. Θυμάται όταν την κάθιζε στα πόδια της και τις έλεγε απίστευτες ιστορίες, αληθινές και φανταστικές, πότε με δράκους, πότε με μάγισσες……. Θυμάται όταν έπαιζε στην αυλή της, ατελείωτες ώρες, μέχρι να σουρουπώσει, χωρίς να της φωνάζει ότι πρέπει να κάνει εκείνο ή το άλλο. Η γιαγιά της όμως, χωρίς η Ελπίδα να το γνωρίζει, είχε λόγο που δεν ήθελε να της στερήσει τη χαρά του παιχνιδιού. Δυστυχώς η καλή της η γιαγιά δεν ζει πια και το μόνο που της έχει απομείνει είναι να τη συναντά και να της μιλά στα όνειρα της. Είναι Κυριακή απόγευμα και έξω από το σπίτι της Ελπίδας ακούγονται λιγοστές φωνές παιδιών που παίζουν.
Εκείνη όμως δεν είναι εκεί μαζί τους. Κάθεται στο γραφείο της και προσπαθεί να διαβάσει για το αυριανό τεστ στη Φυσική. Από το πρωί είχε πάει με τους γονείς της στο χωριό, γιατί ο μπαμπάς της είχε δουλειές να κάνει και γύρισαν πριν λίγο.
Το κουδούνι χτυπά.
Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε να μιλά με τη μητέρα της. Ήταν η φίλη της η Κατερίνα που ζητούσε την Ελπίδα να πάνε στην πλατεία για ποδήλατο. Άκουσε τη μαμά της να της λέει ότι η Ελπίδα δεν μπορεί να έρθει γιατί πρέπει να διαβάσει. Η πόρτα κλείνει με δύναμη και ένας λυγμός ξεχειλίζει δειλά από τα χείλη της. Ήθελε τόσο πολύ να βγει έξω να βρει τους φίλους της.
Κλείνει με ορμή το βιβλίο της και ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Χώνεται κάτω από την κουβέρτα της και κλείνει τα μάτια της προσπαθώντας να βγάλει από το μυαλό της όλες τις αρνητικές σκέψεις.
Ένας γλυκός ύπνος άρχισε να την βυθίζει στην αγκαλιά του, ώσπου ξαφνικά νιώθει ένα απαλό άγγιγμα στα ολόξανθα μαλλάκια της. Ανοίγει τα μάτια της και αντικρίζει μπροστά της την αγαπημένη της γιαγιά.
Γνωρίζοντας ότι η γιαγιά της έχει πεθάνει, για μια στιγμή ένας μικρός φόβος την κυρίευσε, αλλά αμέσως μετά δεν έχασε την ευκαιρία να την σφίξει δυνατά στην αγκαλιά της.
Ήθελε να την κρατήσει έτσι σφικτά για ώρες ολόκληρες.
Η τρυφερή φωνή της όμως, την έκανε να ξεπλέξει τα χέρια της από το γερασμένο της λαιμό. Ανακάθισε για να μπορεί να την κοιτάζει στα μάτια και περίμενε να ακούσει τι είχε να της πει. Πρώτη φορά ερχόταν σχεδόν ολοζώντανη στον ύπνο της, άρα σίγουρα κάτι πολύ σημαντικό θα ήταν.
«Αγαπημένη μου Ελπίδα, δεν θέλω να σε τρομάξω. Ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπώ και πόσο πολύ μου λείπεις. Ο λόγος που με ανάγκασε να έρθω απόψε κοντά σου, είναι γιατί πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι που ούτε οι ίδιοι σου οι γονείς δεν γνωρίζουν».
Ένα πέπλο μυστηρίου άρχισε να τυλίγει την Ελπίδα, που δεν μπορούσε να βγάλει φωνή από το στόμα της. Έμεινε με τα μάτια ορθάνοικτα και με περιέργεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, κοίταξε τη γιαγιά της και περίμενε ν’ ακούσει τι θα της πει.
«Όταν ήμουν Ελπίδα μου παιδί, σχεδόν στην ηλικία σου, ζούσα στην παλιά πόλη με τους γονείς μου, κοντά στο Τούρκικο Σχολείο, εκεί που είναι σήμερα η πλατεία Μικρασιατών.
Τα χρόνια εκείνα ζούσαμε ανέμελα εμείς τα παιδιά. Μόλις τελείωνε το σχολείο μαζευόμασταν όλα στο προαύλιο και παίζαμε μέχρι να νυχτώσει, κρυφτό, κυνηγητό, αμάδες, κουτσό, καλόγερο και άλλα παιχνίδια που δεν τα γνωρίζετε τα σημερινά παιδιά.
Τότε δεν πηγαίναμε στα φροντιστήρια, ούτε σε άλλες δραστηριότητες, όπως εσείς, και έτσι είχαμε πολύ χρόνο για παιγνίδι, παρέα και συναναστροφή.
Ο καλύτερος μου φίλος ήταν ο Ορέστης.
Ζούσαμε σε γειτονικά σπίτια, πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και παίζαμε πάντα μαζί. Όταν βέβαια τον άφηνε ο πατέρας του να έρθει για παιχνίδι.
Ο πατέρας του Ορέστη, ο μπάρμπα Γιάννης ο Σκερβελές, όπως συνηθίζαμε να τον λέμε, ήταν ένας πολύ αυστηρός, κατσούφης και μονόχνωτος άνθρωπος. Είχε ένα φούρνο στη γειτονιά και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ζυμώνει τα ψωμιά του και να τα πουλάει. Η αλήθεια είναι ότι έκανε χρυσές δουλειές, την εποχή εκείνη, γιατί ο φούρνος του ήταν ο πιο κεντρικός της πόλης. Ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα, για να ζυμώσει και να έχει τα ψωμιά έτοιμα στην ώρα τους. Πολλές φορές ξυπνούσε και τον Ορέστη για να τον βοηθήσει και θυμάμαι ότι ερχόταν κατευθείαν στο σχολείο, σκονισμένος από το αλεύρι και κατάκοπος από την κούραση. Κάποιες φορές μάλιστα, τον καημένο τον έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο θρανίο και η δασκάλα μας, η Κυρία Αρτεμισία, τον λυπόταν και τον έστελνε σπίτι να ξεκουραστεί.
Τα περισσότερα απoγεύματα που μαζευόμαστε όλα τα παιδιά για παιχνίδι ο Ορέστης δεν ερχόταν. Κοιμόταν νωρίς για να μπορεί να ξυπνήσει το πρωί με τον πατέρα του να πάει στο φούρνο. Εμείς αγαπούσαμε τον Ορέστη, τον θέλαμε μαζί μας και πολλές φορές παρακαλούσαμε τον πατέρα του να τον αφήσει, αλλά εκείνος μας έδιωχνε και μας μιλούσε με το χειρότερο τρόπο. Μια μέρα μάλιστα μαζεύτηκαν κάποιοι φίλοι του Ορέστη και πέταξαν αυγά στο μαγαζί του με αποτέλεσμα να κάνουμε να τον δούμε για εβδομάδες.
Έτσι περνούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα είδαμε το φίλο μας να έρχεται χαρούμενος στην πλατεία. Μας είπε ότι ο πατέρας του θα έκανε ένα σημαντικό ταξίδι και θα έλειπε για λίγο καιρό. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που, για όσο διάστημα έλειπε ο πατέρας του, θα απολαμβάναμε την παρέα του φίλου μας. Δυστυχώς όμως κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τι μας περίμενε.
Οι μέρες που έλειπε ο Μπάρμπα Γιάννης ήταν οι πιο ευτυχισμένες για όλα τα παιδιά. Ήμασταν όλοι ανέμελοι, ξέγνοιαστοι και το πιο σημαντικό είχαμε την ελευθερία να κάνουμε όση φασαρία θέλαμε, αφού δεν θα ήταν αυτός εκεί να μας αποπαίρνει.
Μετά από δύο εβδομάδες, δυστυχώς για όλους μας, επέστρεψε από το ταξίδι του. Φυσικά η συμπεριφορά του δεν είχε αλλάξει, ενώ παρατηρήσαμε ένα περίεργο ύφος που είχε όταν μας μιλούσε, σαν κάτι να ετοίμαζε.
Ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη όλα άλλαξαν δια μαγείας. Επιστρέφαμε από το σχολείο όλο χαρά γιατί περιμέναμε ότι θα βρεθούμε όλοι στο γνωστό μέρος για να παίξουμε, όμως ένα – ένα παιδί άρχισε να απουσιάζει από το παιχνίδι.
Μέρα με την μέρα όλο και λιγότερα παιδιά κατέβαιναν για παιχνίδι. Το προαύλιο, που πριν λίγες μέρες έσφυζε από ζωή, γέλια και χαρές, σιγά-σιγά ερήμωνε.
Οι γονείς μας, και αυτοί άρχιζαν ν’ αλλάζουν. Δεν μας επέτρεπαν πια να βγαίνουμε τόσο συχνά έξω να παίζουμε. Δεν ήθελαν να κάνουμε παρέες όπως πριν. Οι ίδιοι που ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, άρχιζαν να είναι σκυθρωποί και αγχωμένοι.
Πριν λίγο καιρό μας έλεγαν ότι πρέπει να ήμαστε ευτυχισμένοι με τα λίγα που έχουμε. Τώρα νοιάζονταν για το πώς θα βγάλουν περισσότερα.
Δεν ασχολούνταν με μας, αλλά μόνο με τη δουλειά και τα λεφτά τους.
Όταν άκουγαν τα γέλια μας από το παιχνίδι μας φώναζαν με αυστηρότητα να μπούμε στο σπίτι και να διαβάσουμε. Να διαβάζουμε για να έχουμε καλούς βαθμούς και να μπορέσουμε να βγάλουμε λεφτά στη ζωή μας.
Οι γονείς μας δυστυχώς είχαν γίνει ίδιοι με τον Μπάρμπα Γιάννη. Στην ίδια θέση που βρισκόταν ο φίλος μας ο Ορέστης όλα αυτά τα χρόνια, ήμασταν τώρα κι εμείς.
Ο καιρός περνούσε και τα πράγματα συνεχώς χειροτέρευαν. Μεγαλώναμε και η ζωή μας ήταν μονότονη, βαρετή, χωρίς κανένα νόημα.
Αυτό όμως που μας ενοχλούσε πιο πολύ ήταν αυτό το ειρωνικό, γεμάτο ικανοποίηση, ύφος που συνέχιζε να έχει ο Μπάρμπα Γιάννης όλα αυτά τα χρόνια, κάθε φορά που μας κοιτούσε. Κάτι μέσα μου με έκανε να πιστεύω, ότι όλη αυτή η «καταστροφή» ήταν δικό του κατόρθωμα.
Πέρασαν τα χρόνια, τελειώσαμε το σχολείο και η κατάσταση χειροτέρευε κάθε μέρα που περνούσε. Εμείς τα παιδιά είχαμε στερηθεί όλη τη χαρά που θα μπορούσε να μας προσφέρει η παιδική μας ηλικία και όσα παιδιά γεννιούνταν από τότε και μετά δεν γνώριζαν τι θα πει ανεμελιά και ξεγνοιασιά.
Ένα πρωί λοιπόν, καλοκαίρι ήταν θυμάμαι, ενώ καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μου «φυλακισμένη» στις μαύρες μου σκέψεις, βλέπω από μακριά να έρχεται ο φίλος μου ο Ορέστης. Από τον τρόπο δε που με κοιτούσε, καθώς πλησίαζε, κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει.
Κάθισε δίπλα μου και με τρεμάμενη φωνή μού ανακοίνωσε ότι πήρε μία πολύ σοβαρή και αμετάκλητη απόφαση. Θα έφευγε την άλλη μέρα το πρωί για πάντα από το Ρέθυμνο, χωρίς να πει σε κανέναν που θα πάει.
Συγκλονισμένη από αυτό που άκουσα και γνωρίζοντάς τον τόσο καλά, κατάλαβα ότι η απόφασή του αυτή ήταν πραγματικά αμετάκλητη. Με χαιρέτησε χωρίς να μου αφήσει περιθώριο να κάνω και να πω οτιδήποτε.
Πάντα αναρωτιόμουν γιατί έχασα από κοντά μου τον καλύτερό μου φίλο.
Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσα, έφτιαξα οικογένεια, αλλά αυτό το «γιατί» παρέμενε καρφωμένο στο μυαλό μου.
Ώσπου μια μέρα με ειδοποίησαν ότι ο πατέρας του Ορέστη, που είχα μάθει ότι ήταν πολύ άρρωστος, ζήτησε να με δει.
Αυτό που μου είπε Ελπίδα μου, επιβεβαίωσε τις υποψίες που είχα όλα αυτά τα χρόνια.
Μου είπε για εκείνο το ταξίδι που είχε κάνει στα βάθη της Αφρικής για να συναντήσει τον ξακουστό μάγο «Μεταλλάξιους» της φυλής «Μοντετζούμα» για να τον βοηθήσει να βάλει σε εφαρμογή το υποχθόνιο σχέδιό του.
Να αρπάξει δηλαδή τη χαρά, την ανεμελιά και την παιδικότητα από όλους τους ανθρώπους του Ρεθύμνου.
Ήθελε να μοιάσουν όλοι σ’ αυτόν.
Σαν φούρναρης λοιπόν που ήταν, του έφτιαξε μία μαγική συνταγή για ψωμί, που όποιος το έτρωγε μαγευόταν!
Επιστρέφοντας στο Ρέθυμνο έβαλε αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιό του.
Μου είπε ότι στην αρχή ένιωθε περήφανος για τα αποτελέσματα που επέφερε το σχέδιό του.
Δεν περίμενε όμως ποια θα ήταν η τραγική κατάληξη γι’ αυτόν τον ίδιο…
Ότι θα έφτανε η μέρα εκείνη που θα έχανε ότι πιο πολύτιμο είχε στη ζωή του, τον Ορέστη του!
Είχε ανακαλύψει το μυστικό του πατέρα του, και μη αντέχοντας αυτό το βάρος έφυγε για πάντα μακριά του!
Ξέροντας, ότι εγώ ήμουν η καλύτερη φίλη του Ορέστη, μετανιωμένος πια για όλα αυτά τα κακά που επέφερε η πράξη του και για να εξιλεωθεί, λίγες ώρες πριν πεθάνει, αποφάσισε να μου πει με ποιο τρόπο μπορούν να λυθούν τα μάγια.
Μου παρέδωσε λοιπόν ένα σφραγισμένο κασελάκι που μέσα περιείχε οδηγίες και μου τόνισε, ότι πρέπει να ανοιχτεί ακριβώς πενήντα χρόνια μετά από την ημέρα εκείνη που έβαλε σε εφαρμογή την μαγική συνταγή.
Η μαγική συνταγή εφαρμόστηκε πέντε (5) Φεβρουαρίου του 1962! Τα τελευταία του λόγια έχουν χαραχτεί βαθιά στο μυαλό και στην καρδιά μου «Ότι έχεις μέσα σου παιδιάστικο σαν φυλαχτό να το κρατήσεις. Τις σκέψεις σου, τους λογισμούς σου άλλαξε μα αυτό ποτέ να μην τ’ αφήσεις».
Αν κατάλαβες Ελπίδα μου, τα μάγια μπορούν να λυθούν μόνο στις πέντε (5) Φεβρουαρίου του 2012 και μόνο από παιδιά!
Διαφορετικά θα έχει χαθεί κάθε ευκαιρία να ξανακερδίσετε όλες αυτές τις αξίες που στερηθήκαμε εμείς, οι γονείς σας και εσείς. Ήρθα λοιπόν σήμερα Ελπίδα κοντά σου γιατί πλησιάζει πια η ημερομηνία που εσύ μαζί με όλα τα παιδιά του Ρεθύμνου ξέρετε πολύ καλά τι πρέπει να κάνετε.
Θυμάσαι ένα μπαούλο Ελπίδα που μέσα εκεί είχε όλα τα βιβλία και τα παραμύθια που διαβάζαμε όταν ερχόσουν στο χωριό;
Μέσα εκεί, στον πάτο του μπαούλου, έχω καλά φυλαγμένο το κασελάκι και πρέπει αύριο κιόλας να πας να το βρεις και να το ανοίξετε μαζί με όλα τα παιδιά τη μέρα εκείνη.
Οι γονείς σου δεν ξέρουν τίποτα για το κασελάκι αυτό, γιατί φοβόμουν ότι δεν θα άντεχαν στον πειρασμό να μην το ανοίξουν και τότε θα κατέστρεφαν τα πάντα.
Τους έχω πει όμως, όταν ζητήσεις να βρεις το μπαούλο με τα παραμύθια, να σε πάνε στο χωριό αμέσως και να το πάρετε. Άλλωστε ανήκει μόνο σε εσένα!
Από τη στιγμή αυτή ξεκινάει για σένα και για όλα τα παιδιά αυτή η δύσκολη αποστολή. Εγώ να ξέρεις θα προσπαθήσω να είμαι συνεχώς δίπλα σας να σας βοηθάω ή θα ορίσω κάποιους άλλους να το κάνουν αυτό.
Αυτά που πρέπει να σου πω, σου τα είπα και τώρα φεύγω……».
Σαν σύννεφο σκόνης διαλύθηκε μπροστά στα μάτια της η παρουσία της γιαγιάς της και η Ελπίδα έμεινε ακίνητη στο κρεβάτι της, προβληματισμένη με όσα της είπε. Μετά από λίγες ώρες ώριμης σκέψης και συλλογισμού, σηκώθηκε, ντύθηκε βιαστικά και έτρεξε να ξυπνήσει τους γονείς της. Έξω δεν είχε ξημερώσει καλά-καλά ακόμα, έπρεπε όμως να βιαστεί και να μην αφήσει άλλο χαμένο χρόνο να περάσει.
Έπρεπε να σπεύσει άμεσα………….!!!!!!! Η Ελπίδα φέρνει μπροστά σε όλα τα παιδιά ένα μεγάλο μπαούλο.
Το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα τετράδιο παλιό και φθαρμένο.
Ανοίγει με βιασύνη το εξώφυλλο και στην πρώτη σελίδα του τετραδίου αρχίζει με προσοχή να διαβάζει αυτό που έγραφε: «Εσύ που τώρα διαβάζεις αυτά τα λόγια γνωρίζεις την αλήθεια. Γνωρίζεις τι ακριβώς έχει συμβεί στην πόλη σου και καλείσαι να φέρεις σε πέρας μια πολύ δύσκολη αποστολή. Μια δύσκολη αποστολή, που αν ολοκληρωθεί με βάση τις οδηγίες που σου δίνουν, θα ξαναδώσεις στην πόλη σου αυτό που έχει στερηθεί τόσα χρόνια , την παιδικότητα, την ανεμελιά και την ξεγνοιασιά. Πρέπει να ψάξεις και να βρεις τη μαγική συνταγή του Μπάρμπα Γιάννη του Σκερβελέ και να την Κάψεις. Μόνο έτσι θα λυθούν τα μάγια και θα γίνουν όλα όπως πριν.
Να ξέρεις όμως, πως θα πρέπει να περάσεις πολλές δοκιμασίες, θα περιπλανηθείς πολύ και θα λύσεις πολλούς γρίφους.
Θ’ ανακαλύψεις που κρύβεται η μαγική συνταγή μόνο αν έχεις μελετήσει καλά, αν παίξεις μεθοδικά, συμπεριφερθείς τίμια και συνεργαστείς με τους άλλους.
Στην αποστολή σου θα σε βοηθήσουν μόνο οι ALTER EGO!
Αυτοί και μόνο αυτοί έχουν τις οδηγίες και μπορούν να σου δώσουν τις πληροφορίες που θα χρειαστείς.
Μόνο αυτούς θα ακούς και θα ρωτάς ! Καλή επιτυχία στην αποστολή σου!» < Πίσω